-
1 πόδι
τό1) нога;τρέμουν τα πόδια μου — у меня ноги подкашиваются;
δεν στέκεται στα πόδία του — он на ногах не стоит;
2) лапа (животного], лапка, ножка (насекомого и т, п.);3) ножка (мебели); 4) фут (мера длины);§ παίρνω πόδι — уходить, увольняться;
δίνω πόδι — прогонять, выгонять;
πατώ πόδι — требовать, настаивать;
τό βάζω στα πόδία — бежать со всех ног, без оглядки, уносить ноги;
μου κόπηκαν τα πόδία μου — быть без ног (от усталости);
είμαι με το 'ένα πόδι στον τάφο — стоять одной ногой в могиле;
δεν θα ξαναπατήσω το πόδι μου εδώ — моей ноги здесь больше не будет;
με τα πόδία — пешком;
παρά πόδία! — воен, к ноге!;
του έβαλα τα δυό του πόδια σ' 2να παπούτσι — он у меня в руках;
στο πόδι — а) на ногах;
είμαι στο πόδι από το πρωΐ — я с утра на ногах;
πέρασα την αρρώστια στο πόδι — я перенёс болезнь на ногах; — б) на ноги;
μας σήκωσε όλους στο πόδι — он поднял нас всех на ноги; — в) стоя, на ходу;
τρώγω (πίνω) στο πόδι — я ем (пью) на ходу;
έλειωσα στα πόδία μου — я валюсь с ног (от усталости);
я еле ноги волочу (от болезни);πέφτω στα πόδία — падать на колени, молить,
умолять;αφήνω στο πόδι μου κάποιον — оставлять вместо себя кого-л.;
με πόδια και με χέρια — ногами и руками, всеми средствами;
γράφει με τα πόδια — а) он пишет, как курица лапой; — б) он пишет левой ногой, он бумагу марает (о литераторе)
См. также в других словарях:
P.A.O.K. F.C. — P.A.O.K. Full name Panthessaloníkios Athlitikós Ómilos Kostantinopolitón (Pan Thessalonian Athletic Club of Constantinopolitans) (Greek: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών) … Wikipedia
Olympiakos Piräus — Voller Name PAE Olympiakos Syndesmos Filathlon Peiraios (O.S.F.P.) Gegründet 10. März … Deutsch Wikipedia
2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] … Wikipedia
Κουάκερος — ο στον πληθ. οι Κουάκεροι άλλη ονομασία τών μελών τής «Εταιρείας τών Φίλων» ή «Εκκλησίας τών Φίλων», χριστιανικής ομάδας που εμφανίστηκε κατά τα μέσα τού 17ου αιωνα στην Αγγλία και στις αποικίες της και ιδίως στην Αμερική και η οποία κήρυττε ότι… … Dictionary of Greek
ασημοφέρνω — παίρνω ασημένιο χρώμα («τρέμουν ασημοφέρνοντας τα μαύρα κυπαρίσσια στα ξόβεργα του φεγγαριού», Κ. Παλαμάς) … Dictionary of Greek
επιτρομώ — ἐπιτρομῶ, έω (Α) τρέμω, φοβάμαι κάτι («ἐπιτρομέουσι νομῆες χειμάρρους» οι βοσκοί τρέμουν τους χειμάρρους, Κόιντ.) … Dictionary of Greek
κουκουβίζω — και κουκουβιάζω 1. (για πτηνά) κουρνιάζω («σαν περιστέρες... κι εκεί που παν να φυλαχτού τρέμουν και κουκουβίσου», Ερωτόκρ.) 2. (για πρόσ.) κάθομαι οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από την κραυγή τών πτηνών ή < κουκούβα < λατ. cucuba… … Dictionary of Greek
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
περιτρομώ — έω, Α [περίτρομος] τρέμω ολόκληρος, τρέμουν όλα μου τα μέλη … Dictionary of Greek
υποτρομώ — έω, Α 1. τρέμω αποκάτω, τρέμουν τα πόδια μου 2. τρέμω από φόβο μπροστά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρομῶ «τρέμω» (< τρόμος)] … Dictionary of Greek
φλογότρεμος — η, ο, Ν 1. (για φωτιά) αυτός τού οποίου οι φλόγες τρέμουν 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που τρέμει σαν τη φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + τρέμω] … Dictionary of Greek