Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τρέμουν τα

См. также в других словарях:

  • P.A.O.K. F.C. — P.A.O.K. Full name Panthessaloníkios Athlitikós Ómilos Kostantinopolitón (Pan Thessalonian Athletic Club of Constantinopolitans) (Greek: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών) …   Wikipedia

  • Olympiakos Piräus — Voller Name PAE Olympiakos Syndesmos Filathlon Peiraios (O.S.F.P.) Gegründet 10. März …   Deutsch Wikipedia

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

  • Κουάκερος — ο στον πληθ. οι Κουάκεροι άλλη ονομασία τών μελών τής «Εταιρείας τών Φίλων» ή «Εκκλησίας τών Φίλων», χριστιανικής ομάδας που εμφανίστηκε κατά τα μέσα τού 17ου αιωνα στην Αγγλία και στις αποικίες της και ιδίως στην Αμερική και η οποία κήρυττε ότι… …   Dictionary of Greek

  • ασημοφέρνω — παίρνω ασημένιο χρώμα («τρέμουν ασημοφέρνοντας τα μαύρα κυπαρίσσια στα ξόβεργα του φεγγαριού», Κ. Παλαμάς) …   Dictionary of Greek

  • επιτρομώ — ἐπιτρομῶ, έω (Α) τρέμω, φοβάμαι κάτι («ἐπιτρομέουσι νομῆες χειμάρρους» οι βοσκοί τρέμουν τους χειμάρρους, Κόιντ.) …   Dictionary of Greek

  • κουκουβίζω — και κουκουβιάζω 1. (για πτηνά) κουρνιάζω («σαν περιστέρες... κι εκεί που παν να φυλαχτού τρέμουν και κουκουβίσου», Ερωτόκρ.) 2. (για πρόσ.) κάθομαι οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από την κραυγή τών πτηνών ή < κουκούβα < λατ. cucuba… …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • περιτρομώ — έω, Α [περίτρομος] τρέμω ολόκληρος, τρέμουν όλα μου τα μέλη …   Dictionary of Greek

  • υποτρομώ — έω, Α 1. τρέμω αποκάτω, τρέμουν τα πόδια μου 2. τρέμω από φόβο μπροστά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρομῶ «τρέμω» (< τρόμος)] …   Dictionary of Greek

  • φλογότρεμος — η, ο, Ν 1. (για φωτιά) αυτός τού οποίου οι φλόγες τρέμουν 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που τρέμει σαν τη φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + τρέμω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»